- επιποθώ
- (Α ἐπιποθῶ, -έω)1. επιθυμώ επιπλέον, σφοδρά («τοῡτ’ ἐστὶν ὃ ἔτι ἐπιποθῶ», Πλάτ.)2. επιζητώ με μεγάλη επιθυμία3. λυπάμαι για την στέρηση, αποζητώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιποθῶ — ἐπιπίνω drink afterwards aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἐπιποθέω desire besides pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιποθέω desire besides pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπιποθέω desire besides pres subj act 1st sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιποθία — ἐπιποθία, ἡ (Α) [επιποθώ] επιθυμία, λαχτάρα («ἐπιποθίαν δὲ ἔχων τοῡ ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) … Dictionary of Greek
επιπόθησις — ἐπιπόθησις, ἡ (Α) [επιποθώ] έντονη επιθυμία, πόθος, λαχτάρα («ἀναγγέλλων ἡμῑν τὴν ὑμῶν ἐπιπόθησιν», ΚΔ) … Dictionary of Greek
επιπόθητος — ἐπιπόθητος, ον (AM) [επιποθώ] μσν. (για πράγμ.) αρεστός, λαχταριστός («ὁ ἐπιπόθητος ὄντως οὗτος ἰχθύς», Ευστ.) αρχ. 1. περιπόθητος, επιθυμητός, αγαπημένος 2. ανεκπλήρωτος, αυτός που ποθεί κάποιος επειδή δεν πραγματοποιήθηκε. επίρρ... ἐπιποθήτως… … Dictionary of Greek